- απορροη
- ἀπορροήἀπο-ρροήἥ1) поток, струя
(αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.)
2) истечение, выделение(τοῦ κάλλους Plat.; ἥ ὀσμέ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.)
(τοῦ κάλλους Plat.; ἥ ὀσμέ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπορροῇ — ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροή — flowing off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
απορροή — η το να προέρχεται κάτι ή κάποιος από κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορροῆι — ἀπορροῇ , ἀπορροή flowing off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῶν — ἀπορρόη fem gen pl ἀπορροή flowing off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαῖς — ἀπορροή flowing off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροαί — ἀπορροή flowing off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροᾶς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροῆς — ἀπορροή flowing off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορροήν — ἀπορροή flowing off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)